τεκόμενος

τεκόμενος
τίκτω
bring into the world
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκατεργάζομαι — Α [κατεργάζομαι] 1. βοηθώ κάποιον στην επιτέλεση έργου, συνεργώ 2. βοηθώ, συντρέχω 3. συνεργώ στην υποδούλωση χώρας 4. φονεύω μαζί με κάποιον («σὺ δὲ τέκνα τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”